- βερεδάριος
- βερεδάριοςveredusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βερεδάριος — και βερηδάριος, ο (Μ) ο έφιππος ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βέρεδος, βέρηδος ή, κατευθείαν, < λατ. veredarius ( ii) «έφιππος ταχυδρόμος» < veredus ( i) «ταχυδρομικό άλογο» (πρβλ. βέρεδος)] … Dictionary of Greek
βερεδαρίους — βερεδάριος veredus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βερεδαρίων — βερεδάριος veredus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)